- μοσχοβολιά
- και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η [μοσχοβολώ]το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
μοσκοβολιά — η βλ. μοσχοβολιά … Dictionary of Greek
μοσκοβόλια — η βλ. μοσχοβολιά … Dictionary of Greek
μοσχομυρωδιά — και μοσκομυρωδιά, η μοσχοβολιά, μοσχοβόλημα, ευωδιά … Dictionary of Greek